- ἀθεραπεία
- ἀθεραπ-εία, ἡ, = sq.,A neglect of medical care, Antipho 4.3.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθεραπεία — ἀθεραπεία, η (Α) [θεραπεία] έλλειψη περιποίησης, παραμέληση ιατρικής θεραπείας ή φροντίδας … Dictionary of Greek
ἀθεραπείας — ἀθεραπείᾱς , ἀθεραπεία neglect of medical care fem acc pl ἀθεραπείᾱς , ἀθεραπεία neglect of medical care fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)